νυμφοστολικός

νυμφοστολικός
νυμφοστολικός, -ή, -όν (Μ) [νυμφοστόλος]
αυτός που μοιάζει με παράνυμφο.
επίρρ...
νυμφοστολικῶς (Α)
κατά τον τρόπο τού νυμφοστόλου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”